- θαυμάσιε
- θαυμάσιοςwonderfulmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θαυμάσιε — Θαυμάσιος wonderful masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαυμάσι' — Θαυμάσιε , Θαυμάσιος wonderful masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσι' — θαυμάσια , θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc pl θαυμάσιε , θαυμάσιος wonderful masc voc sg θαυμάσιαι , θαυμάσιος wonderful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)